μηλείη

μηλείη
μήλειος
of
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηλείῃ — μήλειος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”